- μάλθων
- μάλθων, -ωνος, ὁ (Α)μαλθακός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάλθηβλ. και λ. μαλθακός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάλθων — weakling masc nom/voc sg μαλθόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μαλθόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλθωνος — μάλθων weakling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
молодой — молод, молода, молодо, укр. молодий, блр. молоды, ст. слав. младъ ἄωρος, νήπιος, болг. млад, сербохорв. мла̑д, млада, мла̑дӣ, словен. mlȃd, mladа ж., чеш., слвц. mlady, польск. mɫоdу, в. луж., н. луж. mɫоdу. Стар. основа на u, судя по выражению … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… … Dictionary of Greek
μόθων — μόθων, ωνος, ὁ (Α) 1. παιδί που προέρχονταν από είλωτες γονείς στη Σπάρτη ή νόθο από Σπαρτιάτη και μητέρα δούλα, το οποίο ανατρέφονταν μαζί με τους νέους Σπαρτιάτες και κατόπιν απελευθερωνόταν χωρίς να έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα 2. άνθρωπος… … Dictionary of Greek
mel-1 (also smel-), melǝ- : mlē-, mel-d- : ml-ed-, mel-dh-, ml-ēi- : mlī̆-, melǝ-k- : mlā-k-, mlēu- : mlū̆ - — mel 1 (also smel ), melǝ : mlē , mel d : ml ed , mel dh , ml ēi : mlī̆ , melǝ k : mlā k , mlēu : mlū̆ English meaning: to grind, hit; fine, ground Deutsche Übersetzung: “zermalmen, schlagen, mahlen”, speziell Korn; from “zerrieben”… … Proto-Indo-European etymological dictionary